- αμφίγνωμος
- -η, -οαυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -γνωμος < γνώμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφίγνωμος — η, ο ο ασταθής στις γνώμες του, αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες: Ήταν αμφίγνωμος να μείνει στο χωριό ή να ξενιτευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
δίφροντις — δίφροντις, ο (Α) δίγνωμος, αμφίγνωμος … Dictionary of Greek